τσιγάρο

τσιγάρο
το
(λ. ιταλ.)
1. μικρός κύλινδρος από φύλλα καπνού, που είναι κατάλληλα τυλιγμένα για κάπνισμα, το πούρο.
2. το τσιγαρέτο (βλ. λ.), το τσιγάρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιγάρο — και λόγιος τ. σιγάρο(ν), το, Ν κομμένος καπνός, τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cigarro, πιθ. από κάποια λ. τής γλώσσας τών Μάγια. Η λ., στον λόγιο τ. σιγάρον / τσιγάρον, μαρτυρείται από το 1871 στο… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • σιγαρέτο — και τσιγαρέτο, το, Ν (παλ. τ.) 1. το τσιγάρο 2. το πούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)] …   Dictionary of Greek

  • τσιγαριλίκι — και τσιγαρλίκι, το, Ν στριφτό τσιγάρο που περιέχει χασίς ή μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο + κατάλ. λίκι (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia …   Wikipedia

  • Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …   Википедия

  • άφιλτρος — η, ο φρ. «άφιλτρο τσιγάρο» αυτό που δεν έχει φίλτρο …   Dictionary of Greek

  • αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου …   Dictionary of Greek

  • αποτσίγαρο — το ό,τι απομένει από καπνισμένο τσιγάρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”